- ξαμώνω
- (Μ ξαμώνω και ἐξαμώνω και ἀξαμώνω)1. σηκώνω το χέρι για να χτυπήσω κάποιον («κι απόκει τρέχ' απάνω ντου με τ' αγριωμένο χέρι, κι εξάμωσε να τού βαρεί 'ς τσί κεφαλής τα μέρη», Ερωτόκρ.)2. ορμώ, επιτίθεμαι3. υπολογίζω το μέγεθος, το βάρος, τη χωρητικότητα ή την περιεκτικότητα αντικειμένου, μετρώ4. υπολογίζω την απόσταση με το μάτι, σκοπεύω, σημαδεύω5. οδηγώ σε κάτι κακό6. εννοώ, θέλω να πω7. καταλήγω κάπου8. αποβλέπω, αποσκοπώ, τείνω9. προσπαθώ, δοκιμάζω, επιχειρώ κάτι10. τολμώ, αποτολμώ («ξάμωσε ντε!»)11. κατευθύνω κάτι προς τον στόχο.[ΕΤΥΜΟΛ. < ἐξαμώνω, με σίγηση τού αρκτ. φωνήεντος < λατ. examino «μετρώ, σταθμίζω, εξετάζω». Ο τ. ἀξαμώνω < ἐξαμώνω, με προληπτική αφομοίωση].
Dictionary of Greek. 2013.